κλαγγή

κλαγγή
η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί)
1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ.
β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)
2. ο συριγμός τού τόξου («δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ' ἀργυρέοιο βιοῑο», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
ο ήχος που προκαλείται από τη σύγκρουση ξιφών και άλλων όπλων («ώρμησαν με βλαστήμιες και θόρυβο και σπαθιών κλαγγή», Καρκβ.)
αρχ.
1. συγκεχυμένη βοή από πλήθος («οἱ βάρβαροι μεγίστῃ τε κλαγγῇ βοήσαντες, ἐπέδραμον τοῑς Ρωμαίοις», Ηρωδιαν.)
2. (για την Κασσάνδρα) φωνή που προμηνύει δυστυχία («τά δ' ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾷ μελοτυπεῑς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί μετονοματικό παρ. τού κλάζω (< *κλάγγ-), ίσως όμως πρόκειται για ανεξάρτητο σχηματισμό από την ίδια ρίζα. Βλ. λ. κλάζω.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλαγγή — any sharp sound fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαγγή — η ήχος που προκαλείται από τη σύγκρουση ξιφών και άλλων όπλων: Πρέπει να ήταν τρομερή η κλαγγή των όπλων, όταν δύο αντίπαλοι στρατοί στην αρχαιότητα συγκρούονταν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλαγγῇ — κλαγγάζω fut ind mid 2nd sg (doric) κλαγγάζω fut ind act 3rd sg (doric) κλαγγέω pres subj mp 2nd sg κλαγγέω pres ind mp 2nd sg κλαγγέω pres subj act 3rd sg κλαγγή any sharp sound fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάγγη — κλαγγέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κλαγγέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαγγαῖς — κλαγγή any sharp sound fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαγγαῖσι — κλαγγή any sharp sound fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαγγαῖσιν — κλαγγή any sharp sound fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαγγαί — κλαγγή any sharp sound fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαγγήν — κλαγγή any sharp sound fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PYGMAEI — populi in extremis Indiae montibus habitantes (Plin. l. 6. c. 19.) salubri caelô semperque vernante fruentes, ternos dodrantes non excedentes: Sunt qui nomen eos habere volunt ἀπὸ τῆς πυγμῆς, i. e. pugno, contra rationem; cum ἀπὸ τοῦ πήχυος, i. e …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”